- εὐκαταμάθητος
- εὐκατα-μάθητος [μᾰ], ον,A easy to understand, Hp.Acut.28, Gal.7.463. [full] εὐμάχητος [μᾰ], ον, easily conquered, Sch.Th.6.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκαταμάθητος — εὐκαταμάθητος, ον (Α) αυτός που μαθαίνεται πλήρως με ευκολία, ο ευκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα μαθητος (< κατα μανθάνω), πρβλ. α κατα μάθητος, δυσ κατα μάθητος] … Dictionary of Greek
εὐκαταμάθητον — εὐκαταμάθητος easy to understand masc/fem acc sg εὐκαταμάθητος easy to understand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)